Όταν επιτέλους ο πολυμήχανος Οδυσσέας έφθασε στην χαμένη του Ιθάκη και αντίκρυσε κατάματα το θέαμα της καταπάτησης των θεμελιωδών της τιμής και της αξιοπρέπειας του, πνίγηκε στην οργή.
Μέσα σε δευτερόλεπτα έπνιξε τον θυμό του και μονολόγησε ''Βάστα καρδιά μου'' (τέτλαθι δή καρδίη). Εκεί, μέσα σ΄αυτή την δίνη, ανεμοδαρμένος από την θλίψη και τον θυμό, έπρεπε να νικήσει το τελευταίο και πιο μεγάλο εμπόδιο, τον ίδιο του τον πόνο.
Αυτές οι νίκες θέλουν σχέδιο και υπομονή. Ζήτησε ν΄ακούσει...
Ν΄ακούσει την γεύση που ξέχασε. Ν΄ακούσει τον ήχο που αφήνει ο Αύγουστος στον ακάλυπτο με τα ιδρωμένα παράθυρα. Ν ΄ακούσει αυτόν που μένει τελευταίος στο τραπέζι τα μεσημέρια της Κυριακής και παίζει με τ΄αλάτι. Ν΄ακούσει την σιωπή της χειρολαβής στα κρύα χέρια του απωλυμένου. Για να ξαναπεί ''Βάστα καρδιά μου'' και να προχωρήσει πιο μέσα.
Ν΄ ακούσει όσα προσπαθεί να πει το παιδί του. Αλλά αυτά που λέει το παιδί, όχι αυτά που θα έλεγε ο ίδιος αν ήταν στην θέση του. Να ακούσει να του περιγράφει πως ανακάλυψε τον λαμπερό ήλιο , το δροσερό χορτάρι, την αυγή της κάθε μέρας. Και αφού ακούσει, να καθρεφτίσει στα μάτια του, την αδιαπραγμάτευτη αξία όλων αυτών που λέει και σκέφτεται και κάνει, το παιδί του. Εκεί δίπλα του, όπως θα το βλέπει να μπαίνει και να βγαίνει στο θαυμαστό κήπο των συναισθημάτων, την ίδια στιγμή να του δείξει να κοιτά και ν ΄αγαπά τους ανοικτούς ορίζοντες. Και ας εί ναι μια μέρα να του φύγει μέσα σ΄αυτούς. Τα παιδιά είναι πουλιά, δεν είναι για να στέκονται. Να το ακούσει, να το παρακολουθήσει, να το προστατεύσει αθόρυβα και διακριτικά γιατί ξέρει πως ''όσο υπάρχει το παιδί, υπάρχει ελπίδα''. Για να ξαναπεί, ''βάστα καρδιά μου'' και να προχωρήσει ακόμα πιο μέσα.
Ν΄ακούσει τον ήχο της προσδοκίας που σκοντάφτει και χάνεται. Του ονείρου που αλλάζει , της φωτογραφίας που παίρνει φως και καίγεται. Ν΄ακούσει το κρακ κρακ στο σφίξιμο της ολοκαίνουργιας ιεραρχίας των αξιών. Να παραδεχτεί πως μέχρι τώρα δεν ήξερε ν΄ακούει και πως μονάχα μίλαγε. Και πως είχε ξεχάσει να διακρίνει, γιατί είχε συνηθίσει στην θέση της ουσίας την ανοησία. Και πως κάθε φορά που πείναγε σήκωνε το τηλέφωνο και ερχότανε το γεύμα. Αλλά δεν χόρταινε, γιατί είχε χαθεί η χαρά πολύ πριν χαθούν τα λεφτά και το πιάτο ήταν άδειο.
Τώρα όμως το πιάτο γεμίζει. Γεμίζει από την πείρα του καθενός. Ένα πιάτο εμπειρίας χωρίς φόβο πως αυτό που θ ΄ακουμπήσει στο πιάτο του ο άλλος συνταξιδευτής, είναι επέμβαση, απειλή. Έτσι κι αλλιώς το τι είναι ο καθένας θα το βρει, όχι στα λόγια αλλά στη πράξη , στο χρέος της κάθε απλής μέρας. Στο μεράκι και στην υπομονή του. Και άντε να αξιώσουν κάτι όταν με υπομονή το δημιουργείς. Αυτά δεν γίνονται.
Κάπου εκεί ελεύθερος από τα περιττά θα ξεκινάει. Το σχέδιο θα είναι έτοιμο , η Ιθάκη θα προκαλεί, η πιο βαθειά πληγή θα επουλώνεται. Το βήμα θ΄ανοίγει. Τα χέρια πλεγμένα, θα κρατάνε γερά. Η καρδιά θα ξέρει πια πως να βαστάει.
Μέσα σε δευτερόλεπτα έπνιξε τον θυμό του και μονολόγησε ''Βάστα καρδιά μου'' (τέτλαθι δή καρδίη). Εκεί, μέσα σ΄αυτή την δίνη, ανεμοδαρμένος από την θλίψη και τον θυμό, έπρεπε να νικήσει το τελευταίο και πιο μεγάλο εμπόδιο, τον ίδιο του τον πόνο.
Αυτές οι νίκες θέλουν σχέδιο και υπομονή. Ζήτησε ν΄ακούσει...
Ν΄ακούσει την γεύση που ξέχασε. Ν΄ακούσει τον ήχο που αφήνει ο Αύγουστος στον ακάλυπτο με τα ιδρωμένα παράθυρα. Ν ΄ακούσει αυτόν που μένει τελευταίος στο τραπέζι τα μεσημέρια της Κυριακής και παίζει με τ΄αλάτι. Ν΄ακούσει την σιωπή της χειρολαβής στα κρύα χέρια του απωλυμένου. Για να ξαναπεί ''Βάστα καρδιά μου'' και να προχωρήσει πιο μέσα.
Ν΄ ακούσει όσα προσπαθεί να πει το παιδί του. Αλλά αυτά που λέει το παιδί, όχι αυτά που θα έλεγε ο ίδιος αν ήταν στην θέση του. Να ακούσει να του περιγράφει πως ανακάλυψε τον λαμπερό ήλιο , το δροσερό χορτάρι, την αυγή της κάθε μέρας. Και αφού ακούσει, να καθρεφτίσει στα μάτια του, την αδιαπραγμάτευτη αξία όλων αυτών που λέει και σκέφτεται και κάνει, το παιδί του. Εκεί δίπλα του, όπως θα το βλέπει να μπαίνει και να βγαίνει στο θαυμαστό κήπο των συναισθημάτων, την ίδια στιγμή να του δείξει να κοιτά και ν ΄αγαπά τους ανοικτούς ορίζοντες. Και ας εί ναι μια μέρα να του φύγει μέσα σ΄αυτούς. Τα παιδιά είναι πουλιά, δεν είναι για να στέκονται. Να το ακούσει, να το παρακολουθήσει, να το προστατεύσει αθόρυβα και διακριτικά γιατί ξέρει πως ''όσο υπάρχει το παιδί, υπάρχει ελπίδα''. Για να ξαναπεί, ''βάστα καρδιά μου'' και να προχωρήσει ακόμα πιο μέσα.
Ν΄ακούσει τον ήχο της προσδοκίας που σκοντάφτει και χάνεται. Του ονείρου που αλλάζει , της φωτογραφίας που παίρνει φως και καίγεται. Ν΄ακούσει το κρακ κρακ στο σφίξιμο της ολοκαίνουργιας ιεραρχίας των αξιών. Να παραδεχτεί πως μέχρι τώρα δεν ήξερε ν΄ακούει και πως μονάχα μίλαγε. Και πως είχε ξεχάσει να διακρίνει, γιατί είχε συνηθίσει στην θέση της ουσίας την ανοησία. Και πως κάθε φορά που πείναγε σήκωνε το τηλέφωνο και ερχότανε το γεύμα. Αλλά δεν χόρταινε, γιατί είχε χαθεί η χαρά πολύ πριν χαθούν τα λεφτά και το πιάτο ήταν άδειο.
Τώρα όμως το πιάτο γεμίζει. Γεμίζει από την πείρα του καθενός. Ένα πιάτο εμπειρίας χωρίς φόβο πως αυτό που θ ΄ακουμπήσει στο πιάτο του ο άλλος συνταξιδευτής, είναι επέμβαση, απειλή. Έτσι κι αλλιώς το τι είναι ο καθένας θα το βρει, όχι στα λόγια αλλά στη πράξη , στο χρέος της κάθε απλής μέρας. Στο μεράκι και στην υπομονή του. Και άντε να αξιώσουν κάτι όταν με υπομονή το δημιουργείς. Αυτά δεν γίνονται.
Κάπου εκεί ελεύθερος από τα περιττά θα ξεκινάει. Το σχέδιο θα είναι έτοιμο , η Ιθάκη θα προκαλεί, η πιο βαθειά πληγή θα επουλώνεται. Το βήμα θ΄ανοίγει. Τα χέρια πλεγμένα, θα κρατάνε γερά. Η καρδιά θα ξέρει πια πως να βαστάει.
Ανν Λου
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment