H εικόνα της Γερμανίας όχι ως κινητήρας που θα ξεκολλήσει όλη την Ευρώπη από την κρίση, αλλά ως οδοστρωτήρας που λειτουργεί με «καύσιμο» τις θυσίες των υπολοίπων, κυ ριαρχεί. Προφανώς η κατάσταση αυτή είναι μη βιώσιμη, όχι μόνο από οικονομική, αλλά και από πολιτική άποψη. Αλλωστε, τα (οικονομικά ή μη) Blitzkrieg της Γερμανίας ξεκινούσαν πάντα εντυπωσιακά, αλλά τελείωναν κατά κανόνα πολύ άσχημα, τόσο για την ίδια όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο αστραπιαίος οικονομικός πόλεμος (Blitzkrieg) της κυβέρνησης Μέρκελ επευφημείται περίπου ως δεύτερο γερμανικό «θαύμα» εντός των τειχών της Γερμανίας. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προβάλλει τη χώρα του ως παράδειγμα προς μίμηση: το συνετό, εργατικό μυρμήγκι, σε αντιδιαστολή με τα σπάταλα, μεσογειακά τζιτζίκια, για τα οποία ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επιβάλλει διαδικασία ελεγχόμενης πτώχευσης, με υποκατάσταση των εθνικών τους κυβερνήσεων από ανεξάρτητα σώματα οικονομικής διαχείρισης.
Ομως, η Γερμανία εξαρτάται από τους «άσωτους» λαούς. Η ενωμένη Γερμανία μετά το 1989 επιβίωσε και επέζησε χάρη στις τεράστιες εισροές κεφαλαίου που έγιναν από την υπόλοιπη Ευρώπη και άρα θα ήταν καλό να το θυμούνται αυτό όταν χρησιμοποιούν τη γενικευμένη και φασιστοειδή ρητορική περί «άσωτων» λαών. Η Γερμανία απαντά ως μύωψ ηγεμών, βασανισμένη από ιστορικά τραύματα, που θέτει υπεράνω όλων το συμφέρον των βιομηχανιών και των τραπεζών της.
Σύμφωνα με τον επιγραμματικό ορισμό της πολιτικής εξουσίας από τον Γερμανό νομικό Καρλ Σμιτ, «κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης». Οποιος μπορεί να επικαλεσθεί «εξαιρετικές» καταστάσεις για να επιβάλει «έκτακτα» μέτρα, υπεράνω των συνήθων περιορισμών της δημοκρατικής νομιμότητας, αυτός είναι ο πραγματικός κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Αυτά γράφτηκαν το 1922. Σήμερα, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης -που δρομολογήθηκε στην Κύπρο-, την οποία οραματιζόταν ο Σμιτ, τείνει να γίνει το μόνιμο φόντο της ύπαρξής μας και η πολιτική θεωρία του συντηρητικού στοχαστή βρίσκει απροσδόκητες αντηχήσεις.
Το βλέπουμε με τον πόλεμο που έχουν κηρύξει κατά της Κύπρου. Αλλά ο βίαιος εξαναγκασμός και η αποδοχή από την Κύπρο του σχεδίου για τη διάσωση της χώρας γίνεται με όρους πολιτικής ρουλέτας, και μάλιστα ρώσικης. Οταν υπάρχει πόλεμος, όταν η εθνική επιβίωση κρέμεται από μια κλωστή, δεν υπάρχουν περιθώρια για πολλές κουβέντες, αντιθέτως δικαιολογούνται κάθε είδους μακιαβελικά στρατηγήματα και παράπλευρες απώλειες. Επομένως, με ποιους πολεμάμε; Η γράφουσα γνωρίζει τις αγνές της προθέσεις. Για αρκετούς, όμως, αμφιβάλλω…
Πάντως, είναι πασίδηλο ότι η οικονομική ασυμμετρία εντός της Ε.Ε., την οποία κατέδειξε η σφοδρή κρίση και την οποία οι Γερμανοί με τους δορυφόρους τους αποσιωπούσαν ή συγκάλυπταν από πολιτική ιδιοτέλεια, έγινε και πολιτική ασυμμετρία, ωμά και απροκάλυπτα. Η απαίτηση της Γερμανίας είναι πρωτοφανής: ζητάει από όλες τις εθνικές κυβερνήσεις να πολιτευθούν βάσει των ιστορικά περιορισμένων δοξασιών και εμμονών του παρόντος – οι οποίες, άλλωστε, έχουν αποδειχθεί αλυσιτελείς. Μαζί με τη συνταγματική προτεκτορατοποίηση που προτείνει η Γερμαν ία, έρχεται και η κατάλυση της δημοκρατικής ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας. Το Ευρωκοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οι μηχανισμοί εξισορρόπησης, οι διαβουλεύσεις και οι επεξεργασίες εντός των κοινοτικών οργάνων καταντούν διακοσμητικά, θα μείνουν ως συμπαθή απολιθώματα με συμβολική αξία. Η οικονομία κατισχύει της πολιτικής, βοηθούμενη από τον διψαλέο ηγεμονισμό και τις ιστορικές νευρώσεις της γερμανικής ηγεσίας.
Στο «1984» του Τζορτζ Οργουελ, η Ωκεανία βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τα άλλα δύο, ανταγωνιστικά, υπερκράτη. Κανείς δεν ξέρει κάθε στιγμή ποιος είναι ο εχθρός και ποιος ο σύμμαχος – μάλιστα δεν είναι καν σαφές αν συνεχίζονται οι εχθροπραξίες ή αν πρόκειται για εικονική πραγματικότητα, κάτι σαν το drole de guerre ανάμεσα στον Σεπτέμβριο του 1939, που Γάλλοι και Βρετανοί κήρυξαν πόλεμο στους Γερμανούς χωρίς να πέσει ούτε μια σφαίρα, και στον Μάιο του 1940, που οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γαλλία. Στόχος του -υπαρκτού ή εικονικού, πάντως διαρκούς- πολέμου ε ίναι να κρατιέται η μεγάλη μάζα των Ωκεανίων σε κατάσταση υποδούλωσης και αποβλάκωσης.
Ενα πανάρχαιο παιχνίδι, υψηλού ρίσκου, καθώς η εξοικείωση των μαζών με την «πολεμική» ρητορεία και τον πραγματισμό της ωμής δύναμης είναι μαχαίρι δίκοπο. Οπως στο «Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, έρχεται κάποια στιγμή που γίνεται ευρέως αντιληπτό ότι «εκείνος που για τον εχθρό μιλάει, είναι ο ίδιος ο εχθρός».
Αλλά η νέα οικονομική τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη δεν μπορεί να γραφτεί από τους οικονομολόγους και τους τραπεζίτες του Βερολίνου. Στο μεταξύ, τα διεθνή οικονομικά κέντρα αποφάσεων παραμένουν τα ίδια -Ουάσιγκτον, Φρανκφούρτη, Βρυξέλλες- ενώ στην παγκόσμια σκακιέρα οι ανατροπές είναι κολοσσιαίες. Μήνες τώρα, καθημερινό θέμα συζητήσεων είναι το ενδεχόμενο διάλυσης της Ευρωζώνης, επιστροφής ορισμένων κρατών στα εθνικά τους νομίσματα και από χθες παίζεται έντονα η Κύπρος. Ισως όχι ακόμη. Για αυτό και θα δούμε περισσότερες θεραπείες, περισ σότερες διασώσεις, ακόμη και αν στοιχηματίζεται πως τόσο οι τράπεζες όσο και το ευρώ είναι σχεδόν νεκρά σχήματα, και το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η τεχνητή υποστήριξή τους.
Της Ζέζας Ζήκου
Ο αστραπιαίος οικονομικός πόλεμος (Blitzkrieg) της κυβέρνησης Μέρκελ επευφημείται περίπου ως δεύτερο γερμανικό «θαύμα» εντός των τειχών της Γερμανίας. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προβάλλει τη χώρα του ως παράδειγμα προς μίμηση: το συνετό, εργατικό μυρμήγκι, σε αντιδιαστολή με τα σπάταλα, μεσογειακά τζιτζίκια, για τα οποία ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επιβάλλει διαδικασία ελεγχόμενης πτώχευσης, με υποκατάσταση των εθνικών τους κυβερνήσεων από ανεξάρτητα σώματα οικονομικής διαχείρισης.
Ομως, η Γερμανία εξαρτάται από τους «άσωτους» λαούς. Η ενωμένη Γερμανία μετά το 1989 επιβίωσε και επέζησε χάρη στις τεράστιες εισροές κεφαλαίου που έγιναν από την υπόλοιπη Ευρώπη και άρα θα ήταν καλό να το θυμούνται αυτό όταν χρησιμοποιούν τη γενικευμένη και φασιστοειδή ρητορική περί «άσωτων» λαών. Η Γερμανία απαντά ως μύωψ ηγεμών, βασανισμένη από ιστορικά τραύματα, που θέτει υπεράνω όλων το συμφέρον των βιομηχανιών και των τραπεζών της.
Σύμφωνα με τον επιγραμματικό ορισμό της πολιτικής εξουσίας από τον Γερμανό νομικό Καρλ Σμιτ, «κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης». Οποιος μπορεί να επικαλεσθεί «εξαιρετικές» καταστάσεις για να επιβάλει «έκτακτα» μέτρα, υπεράνω των συνήθων περιορισμών της δημοκρατικής νομιμότητας, αυτός είναι ο πραγματικός κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Αυτά γράφτηκαν το 1922. Σήμερα, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης -που δρομολογήθηκε στην Κύπρο-, την οποία οραματιζόταν ο Σμιτ, τείνει να γίνει το μόνιμο φόντο της ύπαρξής μας και η πολιτική θεωρία του συντηρητικού στοχαστή βρίσκει απροσδόκητες αντηχήσεις.
Το βλέπουμε με τον πόλεμο που έχουν κηρύξει κατά της Κύπρου. Αλλά ο βίαιος εξαναγκασμός και η αποδοχή από την Κύπρο του σχεδίου για τη διάσωση της χώρας γίνεται με όρους πολιτικής ρουλέτας, και μάλιστα ρώσικης. Οταν υπάρχει πόλεμος, όταν η εθνική επιβίωση κρέμεται από μια κλωστή, δεν υπάρχουν περιθώρια για πολλές κουβέντες, αντιθέτως δικαιολογούνται κάθε είδους μακιαβελικά στρατηγήματα και παράπλευρες απώλειες. Επομένως, με ποιους πολεμάμε; Η γράφουσα γνωρίζει τις αγνές της προθέσεις. Για αρκετούς, όμως, αμφιβάλλω…
Πάντως, είναι πασίδηλο ότι η οικονομική ασυμμετρία εντός της Ε.Ε., την οποία κατέδειξε η σφοδρή κρίση και την οποία οι Γερμανοί με τους δορυφόρους τους αποσιωπούσαν ή συγκάλυπταν από πολιτική ιδιοτέλεια, έγινε και πολιτική ασυμμετρία, ωμά και απροκάλυπτα. Η απαίτηση της Γερμανίας είναι πρωτοφανής: ζητάει από όλες τις εθνικές κυβερνήσεις να πολιτευθούν βάσει των ιστορικά περιορισμένων δοξασιών και εμμονών του παρόντος – οι οποίες, άλλωστε, έχουν αποδειχθεί αλυσιτελείς. Μαζί με τη συνταγματική προτεκτορατοποίηση που προτείνει η Γερμαν ία, έρχεται και η κατάλυση της δημοκρατικής ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας. Το Ευρωκοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οι μηχανισμοί εξισορρόπησης, οι διαβουλεύσεις και οι επεξεργασίες εντός των κοινοτικών οργάνων καταντούν διακοσμητικά, θα μείνουν ως συμπαθή απολιθώματα με συμβολική αξία. Η οικονομία κατισχύει της πολιτικής, βοηθούμενη από τον διψαλέο ηγεμονισμό και τις ιστορικές νευρώσεις της γερμανικής ηγεσίας.
Στο «1984» του Τζορτζ Οργουελ, η Ωκεανία βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τα άλλα δύο, ανταγωνιστικά, υπερκράτη. Κανείς δεν ξέρει κάθε στιγμή ποιος είναι ο εχθρός και ποιος ο σύμμαχος – μάλιστα δεν είναι καν σαφές αν συνεχίζονται οι εχθροπραξίες ή αν πρόκειται για εικονική πραγματικότητα, κάτι σαν το drole de guerre ανάμεσα στον Σεπτέμβριο του 1939, που Γάλλοι και Βρετανοί κήρυξαν πόλεμο στους Γερμανούς χωρίς να πέσει ούτε μια σφαίρα, και στον Μάιο του 1940, που οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γαλλία. Στόχος του -υπαρκτού ή εικονικού, πάντως διαρκούς- πολέμου ε ίναι να κρατιέται η μεγάλη μάζα των Ωκεανίων σε κατάσταση υποδούλωσης και αποβλάκωσης.
Ενα πανάρχαιο παιχνίδι, υψηλού ρίσκου, καθώς η εξοικείωση των μαζών με την «πολεμική» ρητορεία και τον πραγματισμό της ωμής δύναμης είναι μαχαίρι δίκοπο. Οπως στο «Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, έρχεται κάποια στιγμή που γίνεται ευρέως αντιληπτό ότι «εκείνος που για τον εχθρό μιλάει, είναι ο ίδιος ο εχθρός».
Αλλά η νέα οικονομική τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη δεν μπορεί να γραφτεί από τους οικονομολόγους και τους τραπεζίτες του Βερολίνου. Στο μεταξύ, τα διεθνή οικονομικά κέντρα αποφάσεων παραμένουν τα ίδια -Ουάσιγκτον, Φρανκφούρτη, Βρυξέλλες- ενώ στην παγκόσμια σκακιέρα οι ανατροπές είναι κολοσσιαίες. Μήνες τώρα, καθημερινό θέμα συζητήσεων είναι το ενδεχόμενο διάλυσης της Ευρωζώνης, επιστροφής ορισμένων κρατών στα εθνικά τους νομίσματα και από χθες παίζεται έντονα η Κύπρος. Ισως όχι ακόμη. Για αυτό και θα δούμε περισσότερες θεραπείες, περισ σότερες διασώσεις, ακόμη και αν στοιχηματίζεται πως τόσο οι τράπεζες όσο και το ευρώ είναι σχεδόν νεκρά σχήματα, και το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η τεχνητή υποστήριξή τους.
Της Ζέζας Ζήκου
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment