"I Leave No Trace Of Wings In The Air, But I Am Glad I Have Had My Flight"
Rabindranath Tagore
Ο Καμύ, στο «Μύθο του Σίσυφου», ταυτίζει τη μοίρα του ανθρώπου με εκείνη του μυθολογικού βασιλιά της Κορίνθου.
Όλοι οι άνθρωποι ή μάλλον ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά (μόνος, αφού μόνοι πορευόμαστε στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο) σπρώχνει το βράχο της ύπαρξης του στο βουνό, αέναα. Δεν υπάρχει τέλος στην προσπάθεια του, δεν τελειώνει ποτέ η αγωνία του.
Η ζωή του ανθρώπου είναι αυτή ακριβώς η μάταιη προσπάθεια να φτάσει κάπου, αυτή η αγωνία, και για το Σίσυφο, σε αντίθεση με τον εγγονό του, τον Οδυσσέα, δεν υπάρχει Ιθάκη ούτε ψαλμοί στο τέλος του ταξιδιού.
Όμως το μεγαλείο του Σίσυφου, σύμφωνα με τον Καμύ, η μεγαλειώδης τραγικότητα του ανθρώπου, είναι πως γνωρίζει το ατελεύτητο της προσπάθειας του και συνεχίζει.
Οι περισσότεροι άνθρωποι φροντίζουν με επιμέλεια να ξεχνάνε. Μπορεί να ασχολούνται μόνο με το κάθε τους βήμα, χαρούμενοι που κατάφεραν να ανεβάσουν το βράχο ακόμα ένα μέτρο –προς το τίποτα.
Άλλοι ανακουφίζονται από την αβάσταχτη βαρύτητα του βράχου με τη μεταθανάτια ζωή, την ιδέα ότι στο τέλος θα λυτρωθούν, κάποιος θα τους πάρει το βράχο και θα αφήσει την ψυχή τους ανάλαφρη να αιωρείται στους ολάνθιστους λειμώνες κάποιου μεταθανάτιου κήπου.
Ο άνθρωπος καταδικάστηκε τυχαία από τη φύση να κουβαλάει μέσα στο κεφάλι του την πιο πολύπλοκα οργανωμένη ύλη που υπάρχει στο σύμπαν.
Ο εγκέφαλος του ανθρώπου, αυτός είναι ο βράχος του.
Αυτός τον κάνει να γνωρίζει πολύ περισσότερα απ' όσα μπορεί να αντέξει.
Τα υπόλοιπα ζώα ζουν σε ένα –εξίσου αδυσώπητο πολλές φορές- παρόν, απαλλαγμένα από κάθε υπόνοια συνέχειας, χωρίς να μπορούν καν να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τον κόσμο που τους περιβάλλει.
Ο άνθρωπος, ο έκπτωτος πίθηκος, έχασε τον παράδεισο όταν αντιλήφθηκε ότι θα πεθάνει.
Ο πρωτόπλαστος ανθρωπίδης ένιωσε για πρώτη φορά το βράχο που του είχε φορτώσει η φύση. Και τότε ξεκίνησε να πιστεύει στο θεό, τότε ξεκίνησε να κάνει τέχνη.
Η πίστη σε κάτι ανώτερο ήταν το πρώτο αντίδοτο στη ματαιότητα της ύπαρξης. Πιο πολύ κάτι σαν παυσίπονο.
Η τέχνη, από την άλλη, είναι το αλαζονικό γέλιο του θνητού μπροστά στο θάνατο. Όχι ο Διγενής που μάχεται το θάνατο στα Μαρμαρένια αλώνια, αλλά ο Γελωτοποιός που του γελάει κατάμουτρα, ενώ γνωρίζει ότι θα ηττηθεί.
Η τέχνη είναι η προσπάθεια ενός πεπερασμένου όντος να αγγίξει το άπειρο, έστω για μια στιγμή, έστω μια άκρη από το φόρεμα του.
Είναι η απόλαυση του εφήμερου, σαν την πεταλούδα που γνωρίζει ότι δεν αφήνει ίχνη στον αέρα, αλλά απολαμβάνει την πτήση της.
Μια τέτοια εφήμερη «ψυχή», που γελάει με το θάνατο χωρίς να αφήνει ίχνη στον αέρα, είναι και η «Λεγεώνα των Ψυχών».
Όσο ήταν σε ψηφιακή μορφή, προτού τυπωθεί σε χαρτί, δεν είχα καταλάβει γιατί εύχονται για ένα βιβλίο να είναι καλοτάξιδο.
Αλλά το είδα να ταξιδεύει. Χωρίς να διαφημιστεί, χωρίς να μπει σε βιβλιοπωλεία, πέρα από το μητρικό του, το Comicon-Shop, χωρίς διθυραμβικές κριτικές –χωρίς καθόλου κριτικές, ταξίδεψε ανάλαφρα στην Ελλάδα.
Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πήλιο, Κοζάνη, Ηλεία, Κρήτη, Μεσολόγγι, Τρίκαλα, Βέροια, ακόμα και Ρώμη (με ένα σακίδιο στην πλάτη).
Δεν συγκλόνισε το πανελλήνιο ούτε προτάθηκε για κάποιο βραβείο, απλά το διάβασαν λίγοι άνθρωποι, καθώς έσπρωχναν το βράχο τους.
Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε –δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο να συμβεί. Στη δεύτερη έγιναν μερικές αλλαγές, όσον αφορά την επιμέλεια, το εξώφυλλο, τη γραμματοσειρά. Σ' αυτό έβαλε το χέρι της η Αναστασία, γιατί αν δεν υπήρχαν γυναίκες ο κόσμος μας θα ήταν ένα πολύ άχαρο μέρος –άσε που δεν θα υπήρχε καν.
Όσοι έχετε αντίτυπο από την πρώτη έκδοση μην αισθάνεστε ριγμένοι. Στο φιλοτελισμό αυτό που έχει αξία είναι η ατέλεια. Έτσι και τα πρώτα αντίτυπα, τα «ατελή», έχουν συλλεκτική αξία. Όχι αξία που συνδέεται με κάποια μελλοντική καταξίωση του συγγραφέα και την επακόλουθη χρηματική αξία που θα αποκτούσαν. Όχι.
Είναι αξία που συνδέεται με την πραγματικότητα μας, όπως τη ζούμε αυτά τα χαλεπά χρόνια στην αρχή του 21ου αιώνα.
Μπορεί μετά από 30 ή 40 χρόνια, και σας εύχομαι να ζείτε μέχρι τότε παρά την κούραση, το εγγόνι σας να ψάχνει στη βιβλιοθήκη σας για να βρει κάτι να διαβάσει –σαν να ψάχνει στα βινύλια για να βρει κάτι να ακούσει.
Να πάρει στα χέρια του τη Λεγεώνα και να σας ρωτήσει τι είναι αυτό το βιβλίο. Τότε εσείς, εν μέσω της γεροντικής άνοιας, θα το πιάσετε με τα ροζιασμένα σας δάκτυλα, θα το κοιτάξετε με τα ροζιασμένα σας μάτια και θα προσπαθήσετε να θυμηθείτε –με τη ροζιασμένη σας μνήμη.
«Α!» θα πείτε μετά από λίγο, «ο Γελωτοποιός… Ήταν ένας ρομαντικός τύπος που έγραφε και σε ένα μπλοκ. Καλά κειμενάκια, άλλοτε αστεία, άλλοτε καταθλιπτικά, τις περισσότερες φορές γλυκόπικρα… Τι να απέγινε αυτή η ψυχή;»
«Για πότε μιλάς;» θα σας ρωτήσει το εγγόνι.
«Το 2010, το '13, δε θυμάμαι καλά.»
«Α, τόσο παλιά.»
«Τόσο, τόσο…» θα πείτε εσείς σαν να μιλάτε με τον εαυτό σας.
Και μετά θα το ξεφυλλίσετε λιγάκι, όχι για να το διαβάσετε, δεν θα μπορείτε πλέον να διαβάζετε τόσο μικρά γράμματα, αλλά για να θυμηθείτε λιγάκι εκείνο το «τόσο παλιά», εκείνον τον εαυτό σας που ζούσε πριν τόσο πολλά χρόνια.
Και, ελπίζω, όταν θα πάτε να κοιμηθείτε εκείνο το βράδυ, ίσως για τελευταία φορά, να σκεφτείτε όσα ζήσατε, τα καλά και τα άσχημα, τους φίλους που είχατε και εκείνους που χάσατε, τα πράγματα που κάνατε και όσα δεν τολμήσατε… Και να κλείσετε τα μάτια χαμογελώντας.
Αυτό θα σημαίνει ότι άξιζε το «σπρώξιμο του βράχου».
(Τη «Λεγεώνα των Ψυχών» μπορείτε να τη βρείτε, αν είστε στην Αθήνα, στο Comicon-shop, Σόλωνος 128. Αν είστε στη Θεσσαλονίκη στείλτε μου ένα μήνυμα. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, δυστυχώς μόνο ταχυδρομικά, με παραγγελία στο Comicon-shop).
Sanejoker
Rabindranath Tagore
Ο Καμύ, στο «Μύθο του Σίσυφου», ταυτίζει τη μοίρα του ανθρώπου με εκείνη του μυθολογικού βασιλιά της Κορίνθου.
Όλοι οι άνθρωποι ή μάλλον ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά (μόνος, αφού μόνοι πορευόμαστε στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο) σπρώχνει το βράχο της ύπαρξης του στο βουνό, αέναα. Δεν υπάρχει τέλος στην προσπάθεια του, δεν τελειώνει ποτέ η αγωνία του.
Η ζωή του ανθρώπου είναι αυτή ακριβώς η μάταιη προσπάθεια να φτάσει κάπου, αυτή η αγωνία, και για το Σίσυφο, σε αντίθεση με τον εγγονό του, τον Οδυσσέα, δεν υπάρχει Ιθάκη ούτε ψαλμοί στο τέλος του ταξιδιού.
Όμως το μεγαλείο του Σίσυφου, σύμφωνα με τον Καμύ, η μεγαλειώδης τραγικότητα του ανθρώπου, είναι πως γνωρίζει το ατελεύτητο της προσπάθειας του και συνεχίζει.
Οι περισσότεροι άνθρωποι φροντίζουν με επιμέλεια να ξεχνάνε. Μπορεί να ασχολούνται μόνο με το κάθε τους βήμα, χαρούμενοι που κατάφεραν να ανεβάσουν το βράχο ακόμα ένα μέτρο –προς το τίποτα.
Άλλοι ανακουφίζονται από την αβάσταχτη βαρύτητα του βράχου με τη μεταθανάτια ζωή, την ιδέα ότι στο τέλος θα λυτρωθούν, κάποιος θα τους πάρει το βράχο και θα αφήσει την ψυχή τους ανάλαφρη να αιωρείται στους ολάνθιστους λειμώνες κάποιου μεταθανάτιου κήπου.
Ο άνθρωπος καταδικάστηκε τυχαία από τη φύση να κουβαλάει μέσα στο κεφάλι του την πιο πολύπλοκα οργανωμένη ύλη που υπάρχει στο σύμπαν.
Ο εγκέφαλος του ανθρώπου, αυτός είναι ο βράχος του.
Αυτός τον κάνει να γνωρίζει πολύ περισσότερα απ' όσα μπορεί να αντέξει.
Τα υπόλοιπα ζώα ζουν σε ένα –εξίσου αδυσώπητο πολλές φορές- παρόν, απαλλαγμένα από κάθε υπόνοια συνέχειας, χωρίς να μπορούν καν να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τον κόσμο που τους περιβάλλει.
Ο άνθρωπος, ο έκπτωτος πίθηκος, έχασε τον παράδεισο όταν αντιλήφθηκε ότι θα πεθάνει.
Ο πρωτόπλαστος ανθρωπίδης ένιωσε για πρώτη φορά το βράχο που του είχε φορτώσει η φύση. Και τότε ξεκίνησε να πιστεύει στο θεό, τότε ξεκίνησε να κάνει τέχνη.
Η πίστη σε κάτι ανώτερο ήταν το πρώτο αντίδοτο στη ματαιότητα της ύπαρξης. Πιο πολύ κάτι σαν παυσίπονο.
Η τέχνη, από την άλλη, είναι το αλαζονικό γέλιο του θνητού μπροστά στο θάνατο. Όχι ο Διγενής που μάχεται το θάνατο στα Μαρμαρένια αλώνια, αλλά ο Γελωτοποιός που του γελάει κατάμουτρα, ενώ γνωρίζει ότι θα ηττηθεί.
Η τέχνη είναι η προσπάθεια ενός πεπερασμένου όντος να αγγίξει το άπειρο, έστω για μια στιγμή, έστω μια άκρη από το φόρεμα του.
Είναι η απόλαυση του εφήμερου, σαν την πεταλούδα που γνωρίζει ότι δεν αφήνει ίχνη στον αέρα, αλλά απολαμβάνει την πτήση της.
Μια τέτοια εφήμερη «ψυχή», που γελάει με το θάνατο χωρίς να αφήνει ίχνη στον αέρα, είναι και η «Λεγεώνα των Ψυχών».
Όσο ήταν σε ψηφιακή μορφή, προτού τυπωθεί σε χαρτί, δεν είχα καταλάβει γιατί εύχονται για ένα βιβλίο να είναι καλοτάξιδο.
Αλλά το είδα να ταξιδεύει. Χωρίς να διαφημιστεί, χωρίς να μπει σε βιβλιοπωλεία, πέρα από το μητρικό του, το Comicon-Shop, χωρίς διθυραμβικές κριτικές –χωρίς καθόλου κριτικές, ταξίδεψε ανάλαφρα στην Ελλάδα.
Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πήλιο, Κοζάνη, Ηλεία, Κρήτη, Μεσολόγγι, Τρίκαλα, Βέροια, ακόμα και Ρώμη (με ένα σακίδιο στην πλάτη).
Δεν συγκλόνισε το πανελλήνιο ούτε προτάθηκε για κάποιο βραβείο, απλά το διάβασαν λίγοι άνθρωποι, καθώς έσπρωχναν το βράχο τους.
Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε –δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο να συμβεί. Στη δεύτερη έγιναν μερικές αλλαγές, όσον αφορά την επιμέλεια, το εξώφυλλο, τη γραμματοσειρά. Σ' αυτό έβαλε το χέρι της η Αναστασία, γιατί αν δεν υπήρχαν γυναίκες ο κόσμος μας θα ήταν ένα πολύ άχαρο μέρος –άσε που δεν θα υπήρχε καν.
Όσοι έχετε αντίτυπο από την πρώτη έκδοση μην αισθάνεστε ριγμένοι. Στο φιλοτελισμό αυτό που έχει αξία είναι η ατέλεια. Έτσι και τα πρώτα αντίτυπα, τα «ατελή», έχουν συλλεκτική αξία. Όχι αξία που συνδέεται με κάποια μελλοντική καταξίωση του συγγραφέα και την επακόλουθη χρηματική αξία που θα αποκτούσαν. Όχι.
Είναι αξία που συνδέεται με την πραγματικότητα μας, όπως τη ζούμε αυτά τα χαλεπά χρόνια στην αρχή του 21ου αιώνα.
Μπορεί μετά από 30 ή 40 χρόνια, και σας εύχομαι να ζείτε μέχρι τότε παρά την κούραση, το εγγόνι σας να ψάχνει στη βιβλιοθήκη σας για να βρει κάτι να διαβάσει –σαν να ψάχνει στα βινύλια για να βρει κάτι να ακούσει.
Να πάρει στα χέρια του τη Λεγεώνα και να σας ρωτήσει τι είναι αυτό το βιβλίο. Τότε εσείς, εν μέσω της γεροντικής άνοιας, θα το πιάσετε με τα ροζιασμένα σας δάκτυλα, θα το κοιτάξετε με τα ροζιασμένα σας μάτια και θα προσπαθήσετε να θυμηθείτε –με τη ροζιασμένη σας μνήμη.
«Α!» θα πείτε μετά από λίγο, «ο Γελωτοποιός… Ήταν ένας ρομαντικός τύπος που έγραφε και σε ένα μπλοκ. Καλά κειμενάκια, άλλοτε αστεία, άλλοτε καταθλιπτικά, τις περισσότερες φορές γλυκόπικρα… Τι να απέγινε αυτή η ψυχή;»
«Για πότε μιλάς;» θα σας ρωτήσει το εγγόνι.
«Το 2010, το '13, δε θυμάμαι καλά.»
«Α, τόσο παλιά.»
«Τόσο, τόσο…» θα πείτε εσείς σαν να μιλάτε με τον εαυτό σας.
Και μετά θα το ξεφυλλίσετε λιγάκι, όχι για να το διαβάσετε, δεν θα μπορείτε πλέον να διαβάζετε τόσο μικρά γράμματα, αλλά για να θυμηθείτε λιγάκι εκείνο το «τόσο παλιά», εκείνον τον εαυτό σας που ζούσε πριν τόσο πολλά χρόνια.
Και, ελπίζω, όταν θα πάτε να κοιμηθείτε εκείνο το βράδυ, ίσως για τελευταία φορά, να σκεφτείτε όσα ζήσατε, τα καλά και τα άσχημα, τους φίλους που είχατε και εκείνους που χάσατε, τα πράγματα που κάνατε και όσα δεν τολμήσατε… Και να κλείσετε τα μάτια χαμογελώντας.
Αυτό θα σημαίνει ότι άξιζε το «σπρώξιμο του βράχου».
(Τη «Λεγεώνα των Ψυχών» μπορείτε να τη βρείτε, αν είστε στην Αθήνα, στο Comicon-shop, Σόλωνος 128. Αν είστε στη Θεσσαλονίκη στείλτε μου ένα μήνυμα. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, δυστυχώς μόνο ταχυδρομικά, με παραγγελία στο Comicon-shop).
Sanejoker
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment