Λόγια ανθρώπων οι οποίοι συμμετείχαν στην αιματηρή απεργία των οικοδόμων το 1960. Δεν είναι δα και τεράστιες οι διαφορές συγκριτικά με τη σημερινή κατάσταση. Εκτός από μία, αλλά καταλυτικού χαρακτήρα.
(Μπάμπης Δ.)«Ήτανε η πρώτη φορά που έμπαινα σ' ένα τέτοιο πανηγύρι -βέβαια είχα ζήσει σ' έναν Εμφύλιο Πόλεμο και πάρα πολύ έντονα, αλλά δεν είχαμε φτάσει ποτέ στους μαζικούς αγώνες. Ήταν μια άλλη, πρωτόγνωρη εμπειρία, η οποία από ένα σημείο και ύστερα αισθάνεσαι να μεθάς, έτσι; Αισθάνεσαι να μεθάς και είσαι ικανός για όλα.»
(Τάκης Ν.)«Ήμασταν στην Πλατεία Καραϊσκάκη, κάτω εκεί, Φαβιέρου, και ήρθαν να μας διώξουν οι αστυνομικοί και κόψαμε μια ακακία εμείς, και χτυπάγαμε τους αστυνομικούς με το ξύλο. Και έφυγαν, λέει, και είπαν: Αμάν! Όταν θε να 'ναι οι οικοδόμοι σ' απεργία, δεν ξανάρχονται οι αστυνομικοί να μας χτυπήσουν. Μετά παέναμε στο υπουργείο, δεν μας ενόχλαε κανένας. Παέναμ' τη διαμαρτυρία μας κανονικά.»
(Στέλιος Κ.)«Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, έμεινα μετέωρος. Είδα μια σύγκρουση που έγινε ακριβώς μπροστά μου και είδα ότι σηκωνόντουσαν χέρια και χτυπάγανε. Ε, από το να είσαι μουδιασμένος απέναντι στον χωροφύλακα μέχρι το σημείο να πάρεις απόφαση να σηκώσεις κι εσύ το χέρι, περνάει ένα διάστημα. Βοήθαγε και η ίδια η αστυνομία, γιατί μπορεί να μην είχανε τη φυσική κατάσταση, την εκπαίδευση των ΜΑΤ, αλλά είχανε μια αγριότητα που ήταν απ' τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Γιατί τώρα μπορεί κάποιον να τον χτυπήσουνε βάρβαρα, αλλά εκεί ήτανε χτυπήματα καίρια, ήτανε απ' τον Εμφύλιο.Ε, το πρώτο που μου 'ρθε είναι ότι πρέπει τελικά όχι ν' αντισταθείς.
Το πρώτο είναι να προφυλαχτείς. Η αστυνομία, έχοντας την εμπειρία του Εμφυλίου Πολέμου, προσπάθησε να διαλύσει αυτόν τον κόσμο. Τεχνικώς ήταν αδύνατο να διαλυθεί, γιατί ήταν ογκώδης η διαδήλωση. Δεν δημιουργήθηκε πανικός, ούτως ώστε να φύγει όλος ο κόσμος. Αν κάποιος έπεφτε σε μια κατάσταση πανικού ή να υποχωρήσει, ε, τεχνικώς ήταν αδύνατο να υποχωρήσει, η μάζα ήτανε συμπαγής.
Ε, οπότε άρχισε τελικά, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, άρχισε τελικά μια προσπάθεια αντίστασης.Το δεύτερο είναι ότι δεν έφυγε κανένας από τη θέση του, δεν υποχώρησε από τη θέση του, δημιούργησε μια διάθεση επιθετική πια. Ε, αυτό έληξε σαν πανηγύρι μετά. Λέγοντας πανηγύρι, είναι αυτό το ξέσπασμα. Το από καιρό, από χρόνια καταπίεσης, προσβολών απέναντι στον μπάτσο.
Κι εκείνη τη στιγμή ένιωθες τελικά ότι μπορείς να τ' αναπληρώσεις».
Πάψαμε ως λαός να είμαστε και να νιώθουμε εργάτες. Η επιβολή της Νέας Τάξης Πραγμάτων ξεκίνησε με… χάντρες και καθρεφτάκια, για να φτάσουμε σήμερα να εγκαθίσταται στον σβέρκο μας με το ζόρι. Με ξύλο και χημικά.
Οι οικοδόμοι του '60 δεν ήταν ούτε νταήδες ούτε μαχαιροβγάλτες. Άνθρωποι που βίωσαν τον Εμφύλιο ήταν και πουλούσαν την τέχνη και τη δύναμή τους για να συνεχίσουν τη ζωή τους ειρηνικά. Έπαψαν να πολεμούν τον ρουφιάνο και τον ασφαλίτη και συνέχισαν τη μάχη με τα σίδερα, τη λάσπη και τα μπετά.
Δύσκολοι αντίπαλοι και αυτοί. Όποιος δεν έχει γευτεί τη… γλύκα δεν μπορεί να το αντιληφθεί. Οι σκληρές εργασίες διαμορφώνουν άλλους χαρακτήρες. Οι κακουχίες σκληραίνουν τον άνθρωπο, τον φτάνουν στα όριά του καθημερινώς.
Οι εργαζόμενοι είχαν βιώσει Κατοχή και Εμφύλιο, γεγονότα τα οποία επίσης διαμορφώνουν χαρακτήρες και κοινωνικές συμπεριφορές. Στο επόμενο διάστημα οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν και να ζήσουν ειρηνικά, χωρίς τον ρουφιάνο, τον ασφαλίτη και τον γερμανοτσολιά στο κατόπι τους.
Ήταν σεσημασμένοι οι περισσότεροι λόγω της δράσης τους. Αγωνίζονταν, όμως, να παραμερίσουν το παρελθόν για να συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησαν, αλλά όχι να το ξεχάσουν. Οι αγώνες τους αποτελούσαν την «προίκα» που θα κληροδοτούσαν στους επόμενους. Πού να 'ξεραν.
Οι πρώτοι… επόμενοι τίμησαν την κληρονομιά, διότι τα γεγονότα ήταν πρόσφατα και η αντίσταση των εργαζομένων ήταν σθεναρή, διότι είχαν τα φωτεινά παραδείγματα. Κατακτήθηκαν δικαιώματα και εξανθρωπίστηκαν –όσο μπορούν να εξανθρωπιστούν– οι συνθήκες εργασίας.
Με τον τσαμπουκά που ενέπνεαν οι αγώνες του παρελθόντος σχηματίστηκε ένα πολύ δυναμικό μπλογκ που δεν σταματούσε μπροστά στις δυνάμεις των ΜΑΤ. Κλασικό παράδειγμα, η κατάληψη του Υπουργείου Εργασίας μπροστά στις κάμερες των εμβρόντητων ΜΜΕ και το συμβολικό χτίσιμο της πόρτας.
Ενέπνευσαν κι άλλους, όχι τόσο δυναμικούς, οι οποίοι, όμως, έπαιρναν θάρρος, διότι σκέφτονταν «άμα ζορίσουν τα πράγματα, θα κατέβουν οι οικοδόμοι, οι χαλυβουργοί και η Ναυπηγοεπισκευαστική και θα τους πάρει ο διάολος».
Η έλλειψή τους είναι φανερή σήμερα. Οι ΜΑΤατζήδες επελαύνουν και διαλύουν τεράστιες ομάδες ανθρώπων που τρέχουν πανικόβλητοι μόλις αντικρίζουν τους μπράβους της εξουσίας. Τσάμπα οι φωνές και οι δηλώσεις που μένουν δηλώσεις. «Δεν θα περάσει, είναι αιτία πολέμου, θέτουμε κόκκινες γραμμές».
Πέρασαν τα χρόνια, οι επόμενοι είμαστε εμείς. Εμείς που δεν βιώσαμε τέτοιου είδους γεγονότα. Απολαύσαμε τα προνόμια που μας κληροδότησαν αυτές οι ηρωικές μορφές, αλλά δεν είχαμε την πυγμή να τα διατηρήσουμε. Ούτε χωροφύλακες είδαμε έξω από τις πόρτες μας ούτε εγγυήσεις πολιτικών φρονημάτων χρειάστηκε ποτέ να προσκομίσουμε.
Και θάψαμε το παρελθόν. Ξεχάσαμε, ανεβήκαμε επίπεδο. Ο εχθρός, όμως, δεν ξεχνά. Είναι εκεί και περιμένει τη συγκυρία. Πληγωμένος. Λυσσασμένος για εκδίκηση. Για την εργοδοσία το ζητούμενο ήταν, είναι και θα είναι το κέρδος.
Για τις δυνάμεις καταστολής, όμως, είναι θέμα τιμής. Και έχουν εύκολο έργο, διότι οι σημερινοί επόμενοι είμαστε εμείς που ξεχάσαμε. Που δεν διατηρήσαμε ένα ψήγμα φιλότιμου. Που ανακηρύξαμε τον τσαμπουκά απολίτιστη συμπεριφορά από το παρελθόν, όταν δεν ήμασταν ακόμα επισήμως Ευρωπαίοι, αλλά απολίτιστοι Βαλκάνιοι.
Κάναμε τα λάβαρα του Συνδικάτου κουρελόπανα και τα κατεβάσαμε. Πέσαμε με τα μούτρα στην καλοπέραση και παραδώσαμε ό,τι μας άφησαν οι προηγούμενοι, τα ματωμένα πανό, τα σπασμένα χέρια και τα ανοιγμένα κεφάλια.
Τώρα μας κυνηγούν στους δρόμους εικοσάχρονα τσογλάνια τόσο επικίνδυνα αμόρφωτα και ανιστόρητα, που μπορούν να συγκριθούν με εκείνα τα κτήνη που ξέβρασε η Κατοχή. Αυτά που στην Κερατέα και στην Ιερισσό στην πρώτη σφαίρα των κατοίκων κούρνιασαν σαν τις κότες.
Ποια στον διάολο είναι αυτά τα πτηνά που φοβούνται ακόμα και τις κότες; Εμείς. Ένα είδος πτηνού άγνωστο, που πολλαπλασιάστηκε πολύ γρήγορα. Που κοίταξε να αποφύγει το ζόρι και να περάσει απαρατήρητο από την Ιστορία. Εμείς, που δηλώσαμε πολιτισμένοι Ευρωπαίοι και τρέντι αμερικανάκια.
Που σκύβουμε τον σβέρκο για να μας περάσουν αλυσίδες και δεν κουνιόμαστε για να μην τους τσαντίσουμε και μας ρίξουν καμιά κλωτσιά αντί τους ρίξουμε εμείς με ό,τι έχουμε. Διότι δεν έχουμε. Όχι πόδια και χέρια, κάτι άλλο που χρειάζεται πρωτίστως όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.
Οι οικοδόμοι του '60 δεν ήταν ούτε νταήδες ούτε μαχαιροβγάλτες. Άνθρωποι που βίωσαν τον Εμφύλιο ήταν και πουλούσαν την τέχνη και τη δύναμή τους για να συνεχίσουν τη ζωή τους ειρηνικά. Έπαψαν να πολεμούν τον ρουφιάνο και τον ασφαλίτη και συνέχισαν τη μάχη με τα σίδερα, τη λάσπη και τα μπετά.
Δύσκολοι αντίπαλοι και αυτοί. Όποιος δεν έχει γευτεί τη… γλύκα δεν μπορεί να το αντιληφθεί. Οι σκληρές εργασίες διαμορφώνουν άλλους χαρακτήρες. Οι κακουχίες σκληραίνουν τον άνθρωπο, τον φτάνουν στα όριά του καθημερινώς.
Οι εργαζόμενοι είχαν βιώσει Κατοχή και Εμφύλιο, γεγονότα τα οποία επίσης διαμορφώνουν χαρακτήρες και κοινωνικές συμπεριφορές. Στο επόμενο διάστημα οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν και να ζήσουν ειρηνικά, χωρίς τον ρουφιάνο, τον ασφαλίτη και τον γερμανοτσολιά στο κατόπι τους.
Ήταν σεσημασμένοι οι περισσότεροι λόγω της δράσης τους. Αγωνίζονταν, όμως, να παραμερίσουν το παρελθόν για να συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησαν, αλλά όχι να το ξεχάσουν. Οι αγώνες τους αποτελούσαν την «προίκα» που θα κληροδοτούσαν στους επόμενους. Πού να 'ξεραν.
Οι πρώτοι… επόμενοι τίμησαν την κληρονομιά, διότι τα γεγονότα ήταν πρόσφατα και η αντίσταση των εργαζομένων ήταν σθεναρή, διότι είχαν τα φωτεινά παραδείγματα. Κατακτήθηκαν δικαιώματα και εξανθρωπίστηκαν –όσο μπορούν να εξανθρωπιστούν– οι συνθήκες εργασίας.
Με τον τσαμπουκά που ενέπνεαν οι αγώνες του παρελθόντος σχηματίστηκε ένα πολύ δυναμικό μπλογκ που δεν σταματούσε μπροστά στις δυνάμεις των ΜΑΤ. Κλασικό παράδειγμα, η κατάληψη του Υπουργείου Εργασίας μπροστά στις κάμερες των εμβρόντητων ΜΜΕ και το συμβολικό χτίσιμο της πόρτας.
Ενέπνευσαν κι άλλους, όχι τόσο δυναμικούς, οι οποίοι, όμως, έπαιρναν θάρρος, διότι σκέφτονταν «άμα ζορίσουν τα πράγματα, θα κατέβουν οι οικοδόμοι, οι χαλυβουργοί και η Ναυπηγοεπισκευαστική και θα τους πάρει ο διάολος».
Η έλλειψή τους είναι φανερή σήμερα. Οι ΜΑΤατζήδες επελαύνουν και διαλύουν τεράστιες ομάδες ανθρώπων που τρέχουν πανικόβλητοι μόλις αντικρίζουν τους μπράβους της εξουσίας. Τσάμπα οι φωνές και οι δηλώσεις που μένουν δηλώσεις. «Δεν θα περάσει, είναι αιτία πολέμου, θέτουμε κόκκινες γραμμές».
Πέρασαν τα χρόνια, οι επόμενοι είμαστε εμείς. Εμείς που δεν βιώσαμε τέτοιου είδους γεγονότα. Απολαύσαμε τα προνόμια που μας κληροδότησαν αυτές οι ηρωικές μορφές, αλλά δεν είχαμε την πυγμή να τα διατηρήσουμε. Ούτε χωροφύλακες είδαμε έξω από τις πόρτες μας ούτε εγγυήσεις πολιτικών φρονημάτων χρειάστηκε ποτέ να προσκομίσουμε.
Και θάψαμε το παρελθόν. Ξεχάσαμε, ανεβήκαμε επίπεδο. Ο εχθρός, όμως, δεν ξεχνά. Είναι εκεί και περιμένει τη συγκυρία. Πληγωμένος. Λυσσασμένος για εκδίκηση. Για την εργοδοσία το ζητούμενο ήταν, είναι και θα είναι το κέρδος.
Για τις δυνάμεις καταστολής, όμως, είναι θέμα τιμής. Και έχουν εύκολο έργο, διότι οι σημερινοί επόμενοι είμαστε εμείς που ξεχάσαμε. Που δεν διατηρήσαμε ένα ψήγμα φιλότιμου. Που ανακηρύξαμε τον τσαμπουκά απολίτιστη συμπεριφορά από το παρελθόν, όταν δεν ήμασταν ακόμα επισήμως Ευρωπαίοι, αλλά απολίτιστοι Βαλκάνιοι.
Κάναμε τα λάβαρα του Συνδικάτου κουρελόπανα και τα κατεβάσαμε. Πέσαμε με τα μούτρα στην καλοπέραση και παραδώσαμε ό,τι μας άφησαν οι προηγούμενοι, τα ματωμένα πανό, τα σπασμένα χέρια και τα ανοιγμένα κεφάλια.
Τώρα μας κυνηγούν στους δρόμους εικοσάχρονα τσογλάνια τόσο επικίνδυνα αμόρφωτα και ανιστόρητα, που μπορούν να συγκριθούν με εκείνα τα κτήνη που ξέβρασε η Κατοχή. Αυτά που στην Κερατέα και στην Ιερισσό στην πρώτη σφαίρα των κατοίκων κούρνιασαν σαν τις κότες.
Ποια στον διάολο είναι αυτά τα πτηνά που φοβούνται ακόμα και τις κότες; Εμείς. Ένα είδος πτηνού άγνωστο, που πολλαπλασιάστηκε πολύ γρήγορα. Που κοίταξε να αποφύγει το ζόρι και να περάσει απαρατήρητο από την Ιστορία. Εμείς, που δηλώσαμε πολιτισμένοι Ευρωπαίοι και τρέντι αμερικανάκια.
Που σκύβουμε τον σβέρκο για να μας περάσουν αλυσίδες και δεν κουνιόμαστε για να μην τους τσαντίσουμε και μας ρίξουν καμιά κλωτσιά αντί τους ρίξουμε εμείς με ό,τι έχουμε. Διότι δεν έχουμε. Όχι πόδια και χέρια, κάτι άλλο που χρειάζεται πρωτίστως όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.
Τσουκαλάς Άγγελος
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment