Monday, July 29, 2013

Μια ζωή στην αρένα [κυνηγώντας μια σκέψη] (Μέρος Πρώτο)

Μια ζωή στην αρένα [κυνηγώντας μια σκέψη] (Μέρος Πρώτο)
Αν ο αγαπημένος σας φιλόσοφος, ή συγγραφέας, βρισκόταν στις κερκίδες μιας αρένας, πρακτικά... θα ήταν ο ηλίθιος...

Φανταστείτε τον να κοιτάζει μ' αηδία τις νοσηρές συνθήκες-αυτό το θορυβώδες και σκονισμένο πλήθος που ζητάει αίμα, δράμα και καταστροφή, τον αυτοκράτορα και τους αυλικούς του που λάμπουν από ευτυχία ένεκα της εξουσίας τους επί του γελοίου πλήθους [καθώς προετοιμάζουν ακόμα μια απ' τις απροσμέτρητες συνωμοσίες τους] και φυσικά, τους ευθυτενείς, πάνοπλους φρουρούς που, με τα φρύδια τους αυστηρά και τα χείλη τους ενωμένα, στέκουν πάντα έτοιμοι, έτοιμοι να σφάξουν τους πάντες μόλις τους δωρίσουν την εναίσιμη εντολή.

Φανταστείτε τον αγαπημένο σας φιλόσοφο, ή συγγραφέα, να κάθεται σχεδόν κατασοκαρισμένος, ή μ' ένα ύφος σχεδόν αδιόρατης ειρωνείας και να διαπραγματεύεται με τον εαυτό του αν πρέπει να σηκωθεί και να κρίνει μεγαλοφώνως την αποσαθρωτική αθλιότητα.
Κι αν τελικά αποφασίσει να το κάνει, πρέπει [αποδίδοντας τα του καίσαρος τω καίσαρι] ν' αποκαλέσει και τον αυτοκράτορα μαλάκα; Μα σκέφτεται μετά ότι υπάρχουν πολύ πιο ανώδυνοι τρόποι για ν' αυτοκτονήσει κανείς οπότε, ίσως πρέπει να ξεφτιλίσει μονάχα τους αυλικούς...

Ίσως πρέπει να ρίξει σε αυτούς το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης για την αθλιότητα, παρακαλώντας συγχρόνως τον αυτοκράτορα, τον επί της γης θεό, να διαλύσει το άθλιο θέαμα εκπληρώνοντας τα ύψιστα ιδανικά που-όπως ο ίδιος λέει-πρεσβεύει. Να γίνει δηλαδή οδηγός και ψυχαγωγός του πλήθους [του παραπλανημένου πλήθους] απαλλάσσοντας την πολιτεία απ' τη βαρβαρότητα και βέβαια... απ' τον εσμό των περιττών και πονηρών αυλικών που οσάκις δεν επιθυμούν την εύνοια του θρόνου είναι γιατί επιθυμούν τον ίδιο τον θρόνο.

Βέβαια ο φιλόσοφος μας ξέρει ότι ο αυτοκράτορας είναι ένας παλιομαλάκας αλλά σκέφτεται ότι ο αντικειμενικός του σκοπός είναι να τερματίσει την αθλιότητα κι αν ξεφτιλίσει τον επι της γης θεό ενώπιον των σκλάβων του, δεν θα ζήσει για να συνεχίσει να σκέφτεται, να γράφει, να μιλάει, δεν θα προλάβει να πεί τα πράγματα εκείνα που ίσως οι επόμενοι τα καταλάβουν καλύτερα άπ' τους τωρινούς, γλιτώνοντας από την υπαρξιακή κατάσταση της αθλιότητας.

Και φυσικά ο άνθρωπός μας υπολογίζει και την πονηρή φωνούλα μέσα στο κεφάλι του που παρεμβάλλεται αναρίως στις σκέψεις του και τον ενημερώνει πως, ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλήθους γνωρίζει καλά ότι ο αυτοκράτορας είναι ένας παλιομαλάκας.
Άρα; Άρα γιατί να τρέξει αυτός να συναντήσει έναν βασανιστικό θάνατο στα νοτερά μπουντρούμια του καθεστώτος; Για να βροντοφωνάξει ηρωικά εκείνο που ίσως όλοι γνωρίζουν ψιθυριστά; Γιατί; Για να υπερασπιστεί τ' ανώτερα ιδανικά και τις εκλεπτυσμένες ιδέες που μια κοινωνικά οργανική υποκρισία μονίμως παραπετάει στην έρημο του ανεκπλήρωτου; Αξίζει ο πόνος; Αξίζει ο κόπος; Και άραγε μια τέτοια πράξη θα συνιστούσε έξυπνο στρατήγημα ή εκδήλωση της μεταδοτικής ηλιθιότητας της αρένας;

Ίσως... ίσως θα μπορούσε να συγγράψει ένα αντικαθεστωτικό μανιφέστο με ψευδώνυμο και να το μοιράσει στα κρυφά στην πολιτεία, αλλά μετά ελλοχεύει ο κίνδυνος ο αυτοκράτορας να διατάξει τη θανάτωση όλων των συγγραφέων και των φιλοσόφων της πολιτείας-μιας και δεν θα μπορεί να βρεί τον αυτουργό του ανατρεπτικού λίβελλου και οι αυτοκράτορες, ακριβώς επειδή είναι αυτοκράτορες και μπορούν, τα κάνουν κάτι τέτοια.

Και άλλωστε ο άνθρωπός μας είναι άνθρωπος με ακεραιότητα κι αν ο αυτοκράτορας απλώς και μόνο απειλήσει ότι θα σκοτώσει τους πνευματικούς ανθρώπους της πολιτείας [στην περίπτωση που δεν εμφανιστεί ο ελεεινός κακούργος που διέπραξε το έγκλημα καθοσιώσεως] ο φιλόσοφός μας θ' αναγκαστεί να εμφανιστεί και, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, θα συναντήσει έναν βασανιστικό θάνατο.

Όμως το πρόβλημα του ανθρώπου μας είναι η ίδια του η φύσις: δεν μπορεί να μην μιλήσει. Δεν μπορεί να μην επιτεθεί με κάποιον τρόπο στην αθλιότητα και στους αυτουργούς της. Κάτι τέτοιο θα τον σκότωνε. θα τον βασάνιζε χειρότερα ακόμα κι από αυτή την ποικιλία των οργάνων βασανισμού που οι δήμιοι μ' επιμέλεια φροντίζουν στ' ανήλιαγα και νοτερά κελία του καθεστώτος.

Τώρα, ενόσω το ιλαροτραγικό πλήθος μ' έναν άγριο και κάπως χαρωπό τρόμο παρακολουθεί έναν μονομάχο να κόβει το χέρι ενός συναδέλφου του, σκέφτεται πως πρέπει οπωσδήποτε να βρει έναν διακριτικό τρόπο να στηλιτεύσει αυτή την ανελέητη φρίκη, χωρίς να διακινδυνεύσει τη ζωή του, ή τη ζωή των οικείων του.

Αλλά μετά σκέφτεται πως οι επόμενες γενεές, με την άνεση που θα τους προσφέρει η ανάγνωση ενός μακρινού και ακίνδυνου [; ] παρελθόντος, οι επόμενες γενεές των οποίων και τη δική τους κατανόηση γυρεύει και μάλιστα περισσότερο απ' ο, τι των τωρινών, ίσως να τον χαρακτηρίσουν δειλό κι εντέλει ''λίγο'' , ίσως να πουν ότι τα πρόδωσε τα ιδανικά ενώ άλλοι πέθαναν [ή θα πεθάνουν] ασυμβίβαστοι, υπερασπίζοντάς τα χωρίς διακριτικότητες. Και μάλιστα πέθαναν [ή θα πεθάνουν] υπό φρικώδεις και παρατεταμένα βασανιστικές συνθήκες.

Εντούτοις, παρότι η δόξα γίνεται καμιά φορά το βίτσιο των ταπεινών πνευματικών ανθρώπων, είναι ειρωνικό οι πνευματικοί άνθρωποι να της επιτρέπουν να τους παρασύρει σε αστόχαστες πράξεις. Να πάνε χαμένα τόσα χρόνια μελέτης και σκέψης;
Τώρα ο άνθρωπός μας σκέφτεται πως θα μπορούσε να συγγράψει ένα διαφωτιστικό αφήγημα επωνύμως, ζητώντας από έναν νέο μαθητή του να το προωθήσει στην πολιτεία όταν και τα δικά του μαλλιά θα έχουν ασπρίσει-κάτι σαν ενεργοφόρα, μυσταγωγική και δραματική προειδοποίηση μονάχα προς τους επερχόμενους. Μια προειδοποίηση που, σαν φωνή αθάνατη που έρχεται από σκοτεινές εποχές, θα πληροφορεί τους κατοπινούς για το πόσο μπορεί να ξεφτιλιστεί η ζωή όταν κυβερνούν η χυδαιότητα και η απληστία και οι συγγραφείς ανησυχούν για τη ζωή τους.

Ενώ όμως οι κλαγγές των όπλων εναλλάσσονται με τις κραυγές πόνου και τα ξεκοιλιάσματα και οι ακρωτηριασμοί με τους ήχους που συνθέτει το δέος του σωφρονισμένου πλήθους, ο άνθρωπός μας, κατατρομοκρατημένος, ή μ' ένα ύφος αδιόρατης ειρωνείας στερεωμένο πάνω σ' ένα πικρό χαμόγελο, σκέφτεται ότι κάποιοι από τους αυλικούς δηλώνουν και αυτοί φιλόσοφοι ή συγγραφείς και γράφουν πράγματα που οι επόμενες γενιές θα διαβάσουν.
Και ίσως να κολύμπησαν και αυτοί κάποτε σε μια παρόμοια διανοητική φουρτούνα, σε μια από αυτές που έχουν τον τρόπο να σε ξεβράσουν πνιγμένο στην στεριά της πραγματικότητας. Και ίσως ν' αποφάσισαν-στο ολοδικό τους ' ' τελικά' ' κι ενώ ο διάχυτος τρόμος γέμιζε όλες τις χαραμάδες των μυαλών-να δώσουν με την παρουσία τους, δειλά δειλά και πάντα με χιλιομετρημένη σύνεση, μια σταλιά φωτός στον αυτοκράτορα προκειμένου να μην βασιλεύει αυτόνομα το σκότος.

Ίσως ακόμα και η ύπαρξη αυτής της αρένας να είναι δική τους επινόηση διότι μια μέρα ο αυτοκράτορας, ζητώντας τους να σκύψουν εμπιστευτικά πάνω από το θεόπνευστο στόμα του, ίσως να τους εκμυστηρεύτηκε ότι το πλήθος πρέπει να είναι φοβισμένο και απασχολημένο ειδεμή θ' αναγκαζόταν να το κατασφάξει, μετατρέποντας τις γειτονιές σε μικρές αρένες.

Μα έπειτα θυμάται ότι αυτά που διαπραγματεύεται να πει στην αθλιότητα ο άνθρωπός μας, αυτά που οι συνάδελφοί του αποφάσισαν να μην πουν, τα έχουν ήδη βροντοφωνάξει οι επαναστάτες που τώρα κρύβονται στα βουνίσια περίχωρα της πολιτείας και προετοιμάζονται για τη μεγάλη μάχη με τις ορδές του αυτοκράτορα. Και δεν τα έχουν διακηρύξει μονάχα οι επαναστάτες. τα έχουν διακηρύξει και οι συγγραφείς και οι φιλόσοφοι που τους ακολούθησαν με την προσδοκία της αλλαγής και ελπίζοντας πως οι νέες δυνάμεις δεν θα καταλήξουν όπως οι παλιές, σαν ο αγώνας τους ευοδωθεί. Και σκέφτεται πως στους συγγραφείς και στους φιλοσόφους που, πρόθυμα ή απρόθυμα, γίναν αυλικοί του για να φωτίσουν κάπως το σκότος [ή και για πιο κλασικούς λόγους], τώρα ο αυτοκράτορας τους έχει ''ζητήσει'' να σχεδιάσουν ωραία επιχειρήματα που θα σβήσουν τις άτεχνες αφέλειες των καλαμαράδων που τόλμησαν να τον αμφισβητήσουν.

Και τους το έχει ζητήσει αυτό, αφενός μεν γιατί κινδυνεύει και το δικό τους κεφάλι άπ' τα σπαθιά των επαναστατών, αφετέρου δε γιατί η αρένα δεν αρκεί για να τακτοποιείται ήσυχα το πλήθος αλλά πρέπει το πλήθος κι όταν βρίσκεται στο σπίτι του να μην ξεχνά πως, δεν φοβάται μονάχα τους πάνοπλους φρουρούς με τ' αυστηρά φρύδια [που και βέβαια θα το κατασφάξουν αν χρειαστεί και τους οποίους φοβάται ακόμα και ο ίδιος ο αυτοκράτορας] αλλά συμφωνεί επίσης, μα φυσικά συναινεί με την κατεστημένη τάξη. γιατί οι συγγραφείς, που από το κλέος του αυτοκρά� �ορα εξάλλου εμπνέονται και είναι αυτοί άνθρωποι λογικοί και διορατικοί, σωστά τα λένε και σωστά τα δικαιολογούν.

Κι αν κάποιοι απ' το συνάφι τους πήγαν στα βουνά είναι γιατί δεν ήσαν αρκετά λογικοί και διορατικοί για ν' αξίζουν μια θέση στην αυλή του αυτοκράτορα.
Ή γιατι... ήσαν άπληστοι και άφρονες επιθυμώντας μια εξουσία που δεν την αξίζουν.


Σωτήρης Ανέστης, ακολουθεί η συνέχεια της καταδίωξης

Πηγή: http://www.ramnousia.com/

No comments:

Post a Comment